- ἀνεπαφρόδῑτος
- ἀν-επ-αφρόδῑτος, ohne Liebreiz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδιτος, ον (Α) [επαφρόδιτος] ο αναφρόδιτος* … Dictionary of Greek
ἀνεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδῑτος , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδιτοτέρα — ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ , ἀνεπαφρόδιτος fem nom/voc/acc comp dual ἀνεπαφροδῑτοτέρᾱ , ἀνεπαφρόδιτος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτον — ἀνεπαφρόδῑτον , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem acc sg ἀνεπαφρόδῑτον , ἀνεπαφρόδιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδίτους — ἀνεπαφροδί̱τους , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφροδίτων — ἀνεπαφροδί̱των , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτα — ἀνεπαφρόδῑτα , ἀνεπαφρόδιτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαφρόδιτοι — ἀνεπαφρόδῑτοι , ἀνεπαφρόδιτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)